- καταρρέπω
- καταρρέπω (Α)1. κλίνω προς το ένα μέρος, γέρνω από τη μια μεριά («μηδαμοῡ νεύῃ μηδ' ἐπὶ πολὺ καταρρέπῃ μηδὲν αὐτῶν, ἀλλ' ἰσορροποῡν καὶ ζυγοστατούμενον διαμένῃ», Πολ.)2. έχω μια ορισμένη κλίση, ψυχική διάθεση για κάτι («καταρρέπειν ἐπὶ τὸν μοναχὸν τρόπον», Επίκ.)3. κάνω κάποιον ή κάτι να πέσει.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ῥέπω «κλίνω προς μία κατεύθυνση»].
Dictionary of Greek. 2013.